κοπελιά

κοπελιά
η
βλ. κοπέλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπελιά — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κεντρικού τμήματος του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος. * * * η κοπέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ντελίμπ, Λεό — (Leo Delibes, Σεν Ζερμέν ντι Βαλ 1836 – Παρίσι 1891). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου αργότερα κατέλαβε την έδρα της Σύνθεσης. Η ποικίλη παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν στα τρία… …   Dictionary of Greek

  • Sigma TV — Infobox Network network name = Sigma TV Τηλεόραση Σίγμα network country = flagcountry|Cyprus network type = Broadcast television available = National owner = key people = launch date = 1995 founder = slogan = motto = past names = website =… …   Wikipedia

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • καυχουδιά — καυχουδιά, ἡ (Μ) νέα κοπέλα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα, πλεξ ούδα) με καταβιβασμό τού τόνου και προσθήκη τής κατάλ. ιά κατά τα κοπέλα κοπελιά] …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάνοφ, Λεβ Ιβάνοβιτς — (Lev Ivanovich Ivanov, Μόσχα 1834 – Πετρούπολη 1901). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Ως χορευτής, επέδειξε εξαιρετικό ταλέντο στους πιο διαφορετικούς ρόλους. Ήταν δάσκαλος από το 1858 στην αυτοκρατορική σχολή της Πετρούπολης και έγινε ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Μπεράρ, Κριστιάν — (Christian Berard, Παρίσι 1902 – 1949). Γάλλος σκηνογράφος. Ξεκίνησε ως ζωγράφος και είχε δασκάλους το Μορίς Ντενί και το Βιγιάρ. Πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με το θέατρο όταν ο Ντιαγκίλεφ του ανέθεσε τις σκηνογραφίες και τα κοστούμια της Κοπέλια… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — ο 1. έντονη επιθυμία, λαχτάρα: Ο πόθος να γυρίσω στην πατρίδα μ έτρωγε τα σωθικά. 2. σφοδρός έρωτας: Ο πόθος για την κοπελιά τον τρέλανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”